ωτειλη

ωτειλη
    ὠτειλή
    ἥ
    1) рана
    

(ἔρρει δ΄ αἷμα κατ΄ οὐταμένην ὠτειλήν Hom.)

    2) рубец от раны, шрам
    

(ὠτειλοιὴ φανεραί Xen.)

    ὠτειλαὴ ἀπὸ πολλῶν ἀγώνων Plut. — рубцы от ран, полученных во многих сражениях


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ωτειλη" в других словарях:

  • ὠτειλῇ — ὠτειλή wound fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠτειλή — wound fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωτειλή — και ὠτέλλα, ἡ, Α 1. τραύμα, πληγή που δεν έχει ακόμη επουλωθεί («αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) τραύμα, πληγή, έλκος 3. σημάδι τραύματος, ουλή («καὶ τὰ μὲν ἔπαθεν, ὧν καὶ τὰς ὠτειλὰς εἶχεν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… …   Dictionary of Greek

  • ὠτειλαῖς — ὠτειλή wound fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠτειλαί — ὠτειλή wound fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠτειλῆς — ὠτειλή wound fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠτειλῇσι — ὠτειλή wound fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠτειλῇσιν — ὠτειλή wound fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠτειλέων — ὠτειλή wound fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠτειλήν — ὠτειλή wound fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠτειλῶν — ὠτειλή wound fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»